- γδέρνω
- (αόρ. έγδαρα, παθ. αόρ. γδάρθηκα) μετ.1) сдирать шкуру; свежевать; 2) обдирать кору (с деревьев); 3) обдирать, царапать; 4) перен. драть шкуру, обирать, обдирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδέρνω — γδέρνω, έγδαρα βλ. πίν. 118 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γδέρνω — (Μ γδέρνω) 1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα 2. (για μέλη τού σώματος) τραυματίζω νεοελλ. 1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω 2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ 4. (για φυτά) ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ.… … Dictionary of Greek
γδέρνω — έγδαρα, γδάρθηκα, γδαρμένος 1. αφαιρώ το δέρμα ζώου: Έγδαρε το αγριογούρουνο που σκότωσε στο κυνήγι. 2. γρατσουνίζω, προκαλώ εκδορές: Έπεσε κι έγδαρε το χέρι της. 3. ξεφλουδίζω δέντρο. 4. μτφ., εξαντλώ οικονομικά κάποιον, αισχροκερδώ: Τον έγδαραν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλογδέρνω — γδέρνω κάτι καλά … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
ασκοδορώ — ἀσκοδορῶ ( έω) (Α) γδέρνω κάποιον ζωντανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek
καταδέρω — (Α) 1. αφαιρώ δέρμα, γδέρνω 2. παθ. καταδέρομαι υπόκειμαι σε εκβιασμό, εκβιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek
περιδέρω — Α γδέρνω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek
προσαναδέρω — Α γδέρνω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέρω «γδέρνω, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
προσεκδέρω — Α γδέρνω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκδέρω «αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω»] … Dictionary of Greek